- ανάλαιμος
- -η, -ο1. αυτός που έχει μακρύ λαιμό2. αυτός που ανέρχεται από το στομάχι στον φάρυγγα3. επίρρ. ανάλαιμαα) προς το επάνω μέρος τού λαιμού, τού φάρυγγαλέγεται κυρίως γι’ αυτόν που κάνει εμετόβ) με τον λαιμό προς τα επάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* στερ. + λαιμός].
Dictionary of Greek. 2013.